-
1 ηρεμία
[ирэмиа] ουσ. Θ. тишина, спокойствие.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ηρεμία
-
2 покой
1. мех. η αδράνεια, η ησυχία, η ηρεμία 2. физ. η ηρεμία, η ησυχία, η ακινησία 3. свз. η παύση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > покой
-
3 спокойствие
-
4 внешний
внешн||ийприл в разн. знач. ἐξωτερικός:\внешнийий вид τό ἐξωτερικό, ἡ ἐξωτερική δψη· \внешнийяя среда τό ἐξωτερικό περιβάλλον, ὁ περίγυρος· \внешнийее сходство ἡ ἐξωτερική ὁμοιότητα· \внешнийее спокойствие ἡ ἐξωτερική ἡρεμία, ἡ φαινομενική ἡρεμία· \внешнийий лоск ἐπιφανειακό γυάλισμα (или λοῦστρο)· \внешнийяя политика ἡ ἐξωτερική πολιτική· \внешнийяя торговля τό ἐξωτερικό ἐμπόριο· \внешнийий рынок зк. ἡ ἐξωτερική ἀγορά· ◊ \внешнийяя гавань ὁ προλιμένας. -
5 невозмутимость
невозмутим||остьж ἡ ἀταραξία, ἡ ἡρεμία, ἡ ἀπάθεια, τό φλέγμα:сохранить -» μένω ἀτάραχος, διατηρώ τήν ήρεμία μου. -
6 покой
поко||й Iм ἡ ἡσυχία, ἡ ἡρεμία / физ. ἡ ἀκινησία:душевный \покой ἡ ψυχική ἡρεμία· не иметь \покойя δέν βρίσκω ήσυχία· нарушать \покой διαταράσσω τήν ήσυχία· не давать \покойя δέν ἀφήνω ήσυχο· оставить в \покойе ἀφήνω ήσυχο· ◊ уйти на \покой ἀποσύρομαι, παύω νά δουλεύω.поко||й IIм уст. (комната):богатые \покойи τά πλούσια διαμερίσματα· ◊ приемный \покой ἱατρείο παραλαβής ἀσθενών. -
7 спокойствие
спокойствиес ἡ ήσυχία, ἡ ήρεμία/ ἡ ἀταραξία, ἡ γαλήνη (безмятежность):общественное \спокойствие ἡ δημοσία τάξη· душевное \спокойствие ἡ ψυχική γαλήνη, ἡ ψυχική ήρεμία. -
8 покой
покой 1-я α.1. ησυχία, ηρεμία, γαλήνη• κάλμα•вся природа в -е όλη η φύση ησυχάζει•
душевный покой ψυχική ηρεμία•
жить в -е ζω ήσυχα•
жить на -е ζω στην ησυχία μου (χωρίς φροντίδες)•
нарушать покой διαταράσσω την ησυχία•
оставьте меня в -е αφήστε με ήσυχο•
от мух -я нет δε βρίσκω ησυχία από τις μύγες•
больному необходим полный покой ο άρρωστος έχει ανάγκη από απόλυτη ησυχία.
2. παλ. θάλαμος, δωμάτιο.εκφρ.вечный покой – αιώνια ησυχία (για θάνατο)•жить (быть) на -е – παλ. δεν υπηρετώ,παρατήθηκα από την υπηρεσία•удалиться (уйти) на покой – αποσύρομαι αποτην εργασία ή την υπηρεσία (λόγω. γήρατος).покой 2-я α.1. παλαιά ονομασία του γράμμτος «П».2. ως επίρ. -ем παλ. σχήματος (για οικοδομή κ.τ.τ.). -
9 равновесие
-я ουσ.1. ισορροπία•устойчивое равновесие σταθερή ισορροπία•
привести в равновесие ισορροπώ κάτι•
вывести из -я διαταράσσω (χαλνώ) την ισορροπία•
терять равновесие χάνω την ισορροπία.
2. μτφ. ηρεμία•душевное равновесие ψυχική ηρεμία.
-
10 вулкан
το ηφαίστειοгрязевой - см. сальзапотухший - σβησμένο/εσβεσμένο -слоистый - см. стратовулканРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вулкан
-
11 жидкость
το υγρότο ρευστόпротивообледенительная - αντιψυκτικό -, разг. το παραφλού (ξεν.)рабочая - λειτουργίας/εργασίαςтормозная - πέ-δης/φρένωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > жидкость
-
12 успокоение
1. (действие) η καθησύχαση, ο καθησυχασμός, ο κατευνασμός 2. (состояние) η ηρεμία, η ησυχία 3 (колебаний) η απόσβεση (των ταλαντώσεων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > успокоение
-
13 абсолютный
абсолютн||ыйприл в разн. знач. ἀπόλυτος:в \абсолютныйых цифрах σέ ἀπόλυτους ἀριθμούς; \абсолютныйый покой ἡ ἀπόλυτη ἡρεμίά ◊ \абсолютныйое большинство́ ἡ ἀπόλυτη πλειοψηφία; \абсолютныйая монархия ἡ ἀπόλυτος μοναρχία; \абсолютныйая величина мат ἡ ἀπόλυτος ποσότης; \абсолютныйый слух τό τέλειο μουσικό αὐτί. -
14 безмятежность
безмятежн||остьж ἡ ἡσυχία, ἡ ἀταραξία, ἡ ἡρεμία. -
15 благодушие
благоду́ш||иес ἡ ήρεμία, ἡ γαλήνη, ἡ μακαριότητα [-ης]/ ἡ ἀμεριμνησία, ἡ ξεγνοιασιά, ἡ ἀφροντισιά (беззаботность). -
16 душевный
душевн||ыйприл1. (относящийся к душе) ψυχικός / ήθικός (духовный):\душевныйое спокойствие ἡ ψυχική ἡρεμία· \душевныйая боль ἡ ψυχική ὁδύνη· \душевныйое потрясение ὁ ψυχικός κλονισμός· \душевныйая борьба ἡ ἐσωτερική πάλη·2. (сердечный, искренний) ἐγκάρδιος, είλικρινής, ἀνυπόκριτος, ἄδο-λος:\душевныйая беседа ἡ ἐγκάρδια συνομιλία· \душевный человек ὁ ἀνοιχτόκαρδος ἄνθρωπος· ◊ \душевныйая болезнь ἡ ψυχική ἀσθένεια, ἡ φρενοπάθεια, ἡ φρενοβλάβεια. -
17 тихо
тихо1. нареч (негромко) σιγά, σιγανά, χαμηλόφωνα:\тихо говорить (читать) (ό)μιλω (διαβάζω) σιγά·2. нареч (спокойно) ήσυχα:\тихо, не торопись! ήσυχα, μή βιάζεσαι!· \тихо вести себя (о детях) εἶμαι φρόνιμος, εἶμαι ήσυχος·3. нареч (медленно) ἀργά, σιγά·4. предик безл ε ἶναι ήσυχία:в комнате \тихо στό δωμάτιο εἶναι ήσυχία· кругом было \тихо · \тихо τριγύρω ήταν ἀπόλυτη ήσυχία·5. предик безл (о погоде и т. п.) εἶναι ήρεμία, εἶναι γαλήνη. -
18 тишина
тишин||аж ἡ ήσυχία, ἡ ήρεμία/ ἡ σιγαλιά, ἡ σιωπή (безмолвие)/ ἡ γαλήνη (спокойствие):мертвая \тишина ἡ νέκρα, ἡ νεκρική σιγή· соблюдайте \тишинау μήν θορυβείτε. -
19 успокоение
успоко||ениес1. (действие) ἡ καθησύ-χαση [-ις], ὁ κατευνασμός, ἡ καταπράϋνση [-ις]:для \успокоениеения совести γιά νά ἔχω τή συνείδηση μου ήσυχη·2. (состояние) ἡ ἡρεμία, ἡ ήσυχία. -
20 ясность
ясн||остьж ἡ διαύγεια, ἡ καθαρότης/ ἡ σαφήνεια, ἡ εὐκρίνεια (отчетливость)) ἡ ἡρεμία, ἡ γαλήνη (безмятежность)! ἡ αἰθρία (о погоде, небе)/ τό καταφανές, τό πρόδηλον (очевидность):полная \ясность ἀπόλυτη διαύγεια· внести́ \ясность во что-л. διασαφηνίζω κάτι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἠρεμία — ἠρεμίᾱ , ἠρέμιος fem nom/voc/acc dual ἠρεμίᾱ , ἠρέμιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἠρεμίᾱ , ἠρεμία rest fem nom/voc/acc dual ἠρεμίᾱ , ἠρεμία rest fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρεμίᾳ — ἠρεμίᾱͅ , ἠρέμιος fem dat sg (attic doric aeolic) ἠρεμίαι , ἠρεμία rest fem nom/voc pl ἠρεμίᾱͅ , ἠρεμία rest fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηρεμία — η 1. ακινησία: Ηρεμία της θάλασσας. 2. αταραξία: Άκουσε με ηρεμία τα θλιβερά μαντάτα. 3. ησυχία, γαλήνη: Βρήκε την ψυχική του ηρεμία. 4. έλλειψη δράσης: Επικράτησε ηρεμία σ όλα τα μέτωπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηρεμία — η (AM ἠρεμία) [ήρεμος] 1. ησυχία, αταραξία, ακινησία, γαλήνη 2. ψυχική γαλήνη, ανάπαυση νεοελλ. φυσ. κατάσταση ενός σώματος τού οποίου τα σημεία δεν μεταβάλλουν θέση ως προς ένα σύστημα αναφοράς … Dictionary of Greek
ἠρεμίας — ἠρεμίᾱς , ἠρέμιος fem acc pl ἠρεμίᾱς , ἠρέμιος fem gen sg (attic doric aeolic) ἠρεμίᾱς , ἠρεμία rest fem acc pl ἠρεμίᾱς , ἠρεμία rest fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρεμίαι — ἠρεμίᾱͅ , ἠρέμιος fem dat sg (attic doric aeolic) ἠρεμία rest fem nom/voc pl ἠρεμίᾱͅ , ἠρεμία rest fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρεμίαν — ἠρεμίᾱν , ἠρέμιος fem acc sg (attic doric aeolic) ἠρεμίᾱν , ἠρεμία rest fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρεμιῶν — ἠρεμία rest fem gen pl ἠρεμίζω bring to rest fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αταραξία — Φιλοσοφική αντίληψη για την ψυχική ηρεμία ως την πιο υψηλή αξία. Ο Δημόκριτος πρεσβεύει ότι το μεγαλύτερο αγαθό είναι η ψυχική ηρεμία που οφείλεται στην απόλαυση, μέσα στα όρια του μέτρου, των ηδονών της ζωής. Οι σκεπτικοί, που αμφέβαλαν για όλα … Dictionary of Greek
δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… … Dictionary of Greek
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek