Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η ηρεμία

См. также в других словарях:

  • ἠρεμία — ἠρεμίᾱ , ἠρέμιος fem nom/voc/acc dual ἠρεμίᾱ , ἠρέμιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἠρεμίᾱ , ἠρεμία rest fem nom/voc/acc dual ἠρεμίᾱ , ἠρεμία rest fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρεμίᾳ — ἠρεμίᾱͅ , ἠρέμιος fem dat sg (attic doric aeolic) ἠρεμίαι , ἠρεμία rest fem nom/voc pl ἠρεμίᾱͅ , ἠρεμία rest fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηρεμία — η 1. ακινησία: Ηρεμία της θάλασσας. 2. αταραξία: Άκουσε με ηρεμία τα θλιβερά μαντάτα. 3. ησυχία, γαλήνη: Βρήκε την ψυχική του ηρεμία. 4. έλλειψη δράσης: Επικράτησε ηρεμία σ όλα τα μέτωπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηρεμία — η (AM ἠρεμία) [ήρεμος] 1. ησυχία, αταραξία, ακινησία, γαλήνη 2. ψυχική γαλήνη, ανάπαυση νεοελλ. φυσ. κατάσταση ενός σώματος τού οποίου τα σημεία δεν μεταβάλλουν θέση ως προς ένα σύστημα αναφοράς …   Dictionary of Greek

  • ἠρεμίας — ἠρεμίᾱς , ἠρέμιος fem acc pl ἠρεμίᾱς , ἠρέμιος fem gen sg (attic doric aeolic) ἠρεμίᾱς , ἠρεμία rest fem acc pl ἠρεμίᾱς , ἠρεμία rest fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρεμίαι — ἠρεμίᾱͅ , ἠρέμιος fem dat sg (attic doric aeolic) ἠρεμία rest fem nom/voc pl ἠρεμίᾱͅ , ἠρεμία rest fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρεμίαν — ἠρεμίᾱν , ἠρέμιος fem acc sg (attic doric aeolic) ἠρεμίᾱν , ἠρεμία rest fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρεμιῶν — ἠρεμία rest fem gen pl ἠρεμίζω bring to rest fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αταραξία — Φιλοσοφική αντίληψη για την ψυχική ηρεμία ως την πιο υψηλή αξία. Ο Δημόκριτος πρεσβεύει ότι το μεγαλύτερο αγαθό είναι η ψυχική ηρεμία που οφείλεται στην απόλαυση, μέσα στα όρια του μέτρου, των ηδονών της ζωής. Οι σκεπτικοί, που αμφέβαλαν για όλα …   Dictionary of Greek

  • δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»